- τσαχπίνης
- [цахпинис] ουσ. а. плут, сорванец,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τσαχπίνης — και τσακπίνης, α, ικο, Ν 1. πονηρός, κατεργάρης 2. σκερτσόζος, ναζιάρης και ερωτιάρης 3. καταφερτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. capkin] … Dictionary of Greek
τσαχπίνης, -α, -ικο — (λ. τουρκ.) 1. πονηρός, καταφερτζής, κατεργάρης. 2. επιδέξιος στις ερωτοδουλειές, ναζιάρης, καμωματής: Τσαχπίνα γυναίκα, τους τρέλανε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαχπιναρ(ε)ιό — το, Ν (περιπαικτικά) τσαχπίνης («τσαχπιναριό τού διαβόλου! έλεγον μεταξύ των», Καρκαβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαχπίνης + κατάλ. αρειό (πρβλ. γυφτ αρειό)] … Dictionary of Greek
μπερμπάντης — και μπιρμπάντης, ο, θηλ. ισσα 1. γυναικάς, ακόλαστος 2. φαύλος, αχρείος 3. γλεντζές 4. έξυπνος, τετραπέρατος, τσαχπίνης, πονηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. birbante] … Dictionary of Greek
τσακπίνης — α, ικο, Ν βλ. τσαχπίνης … Dictionary of Greek
τσαχπινιά — και τσακπινιά, η, Ν [τσαχπίνης/ τσακπίνης] 1. πονηριά, κατεργαριά 2. νάζι, σκέρτσο, ερωτικό τέχνασμα … Dictionary of Greek
τσακπίνης, -α, -ικο — βλ. τσαχπίνης, α, ικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαχπιναριό — το τσαχπίνης (βλ. λ.), τσαχπινούλης: Τσαχπιναριό του διαβόλου (Α. Καρκαβίτσας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)